- πρωϊκαρπία
- πρωϊκαρπ-ία, ἡ,A fruiting early, ib.1.17.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωϊκαρπία — ἡ, Α [πρωΐκαρπος] η πρώιμη, πρόωρη καρποφορία … Dictionary of Greek
πρωικαρπίαν — πρωικαρπίᾱν , πρωικαρπία fruiting early fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)